- μοναστηρήσιος
- -α, -ο1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε μοναστήρι, μοναστηριακός («μοναστηρήσιο χωράφι»)2. αυτός που ζει σε μοναστήρι («μοναστηρήσια μου όμορφη, εδώ είμαι», Σολωμ.)3. αυτός που γίνεται σύμφωνα με τον τρόπο που αρμόζει σε μοναστήρι.[ΕΤΥΜΟΛ. < μοναστήρι + κατάλ. -ήσιος (πρβλ. θανατ-ήσιος)].
Dictionary of Greek. 2013.